Αρχική σελίδα
 
 A-   A   A+ 
Aλλαγές στις μορφές οικογένειας.
 
Το Κοινωνικό Αίτημα για μια Διαφορετική Οικογενειακή και Συντροφική σχέση και οι επιδράσεις στην ψυχοθεραπεία. *

Μανώλης Τσαγκαράκης **
Συναντάμε την ιστορία της συστημικής οικογενειακής θεραπείας στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μπορούμε να την ανιχνεύσουμε σε πρωτοβουλίες διανοούμενων ψυχοθεραπευτών αλλά και επιστημόνων από διάφορες ειδικότητες οι οποίοι εμπνεύστηκαν από την κυβερνητική και τη θεωρία των συστημάτων. Μετά από έρευνες σχετικά με την κωδικοποίηση και τη μετάδοση της πληροφορίας εφάρμοσαν την επιστημολογία της επικοινωνίας στο σύστημα σχέσεων της οικογένειας. Mε τους κραδασμούς που προκλήθηκαν από το πέρασμα του δεύτερου μεγάλου πολέμου μέσα από τις κοινωνίες των ανθρώπων, η οικογένεια θεωρήθηκε το αρτιότερα προσφερόμενο σύστημα για τη μελέτη και την εφαρμογή της συστημικής επιστημολογίας. Η σταθερή μεταβλητότητα της οικογένειας ως προς τη μορφή και την ιδεολογία πρόσφερε το κατάλληλο πλαίσιο σχέσεων για παρατήρηση και έρευνα.
Η μορφική ποικιλότητα της μετανεωρικής οικογένειας όπως εμφανίζεται στις μέρες μας, με τις όποιες δομικές και πολιτισμικές παραλλαγές της, υποδηλώνει ένα παραδοσιακό κοινωνικό θεσμό ο οποίος παρουσιάζει χρονοτοπική αντοχή και συνέχεια και ο οποίος μεταβάλλεται, διατηρώντας ωστόσο σταθερή παρουσία, με κοινωνικά δύσπεπτους στην αρχή στην κατάληξή τους όμως κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους εφαρμογής. Θα έλεγα εδώ ότι οι ποικιλόμορφες παραλλαγές στην τυπολογία της οικογένειας και του ζευγαριού συνιστούν αλλαγές οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρηση του θεσμού και, παραπέρα, στην ανάδειξη της αναγκαιότητάς του. Η άποψή αυτή είναι σε συντονισμό με την συστημική οπτική σχετικά με τη δυναμική των αυτορρυθμιζόμενων συστημάτων: σε ορισμένες περιστάσεις η κοινότητα αξιοποιεί την απόκλιση προκειμένου να τροφοδοτήσει την ποικιλομορφία και να αναζητήσει ένα διαφορετικό ορισμό της οργάνωσής της.
Το επιστημολογικό παράδειγμα που προέκυψε από τις πρωτοπόρες έρευνες γύρω από την οικογένεια πέρα από το ότι συστηματοποίησε τις γνώσεις μας για την ψυχολογία των σχέσεων και της επικοινωνίας, είχε ιδιαίτερη συμβολή στη μετέπειτα ανάπτυξη της οικογενειακής θεραπείας και της θεραπείας ζευγαριού. Συστημικές έννοιες, όπως για παράδειγμα η αμοιβαιότητα των διαδραστικών σχέσεων, η ιδιότητα του συστήματος να διατηρεί με συμπληρωματικό ή με συμμετρικό τρόπο την ισορροπία και τη διαφορετικότητά του, το επικοινωνιακό αδιέξοδο του διπλού μηνύματος, ενεργοποίησαν διαφορετικές οπτικές και έγιναν μερικά χρόνια αργότερα η απαρχή για νέα ρεύματα διανόησης και για νέους τρόπους εφαρμογής της συστημικής ψυχοθεραπείας.
Παρά την απουσία της όποιας διάθεσης για πρόβλεψη, δεν μπορούμε να μη συνδέσουμε τη μορφική ποικιλότητα της σύγχρονης οικογένειας και συνακόλουθα την εξέλιξη του οικογενειακού θεσμού, όπως τον γνωρίζουμε από τις σχετικές μελέτες και τον αντιμετωπίζουμε στην ψυχοθεραπευτική πράξη, από τα ιδεολογικά ρεύματα και τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις κάθε εποχής. Με κορύφωση μάλιστα τα γεγονότα των τελευταίων ετών λαμβάνουμε υπόψη τις ιστορικές αλλαγές από τις ομαδικές μετακινήσεις πληθυσμών σε όλο τον κόσμο και πιο συγκεκριμένα από την εκτεταμένη εξάπλωση του προσφυγικού και μεταναστευτικού φαινομένου.
Εστιάζοντας στο παρόν θέμα διάκρισης των μορφών επισημαίνω την εμφάνιση και διάδοση της θεραπείας ζευγαριού ως θεραπευτικής προσέγγισης ξεχωριστής από την οικογενειακή θεραπεία (Elkaim, 1986) και (Greenberg, Johnson 1988). Η θεωρητική και μεθοδολογική διάκριση της θεραπείας ζευγαριού από την οικογενειακή θεραπεία είναι συνεπής με τις θέσεις της κυβερνητικής Β΄ τάξης περί διαφοροποίησης των υποκειμένων μέσα στο σύστημα. Η μεταβολή αυτή είναι επίσης συνεπής με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Συνδέεται άμεσα με τα πρώτα μαζικά δείγματα που παρουσιάζει το κοινωνικό φαινόμενο της συγκατοίκησης των ζευγαριών ανεξαρτήτως γάμου, απόκτησης παιδιών και ανεξαρτήτως φύλου κατά τη δεκαετία του '80, αρχής γενομένης στις Ηνωμένες Πολιτείες (Popline 2018). Την ίδια αυτή περίοδο στον χώρο της ακαδημαϊκής ψυχοθεραπείας γίνονται οι πρώτες δημοσιεύσεις για τη θεραπεία ζευγαριού ως ξεχωριστού θεραπευτικού συστήματος. (Elkaim, ο.π.) (Τσαγκαράκης 2018).
Στατιστικά στοιχεία από την eurostat, ΕΛΣΤΑΤ 2017 επιβεβαιώνουν τις κλινικές παρατηρήσεις. Τα ζευγάρια ανεξαρτήτως γάμου που δεν έχουν παιδιά ανέρχονται στο ποσοστό 25,2% και τα νοικοκυριά με ενήλικες ανεξαρτήτως φύλου που συμβιώνουν χωρίς παιδιά, στο ποσοστό 15%. Παιδιά έχει μόνο το 21,5% των ζευγαριών. Τα υπολοιπόμενα ποσοστά αφορούν στις μονογονεϊκές οικογένειες και τα νοικοκυριά με ένα ένοικο.
Σε σύγκριση με παραδοσιακά κριτήρια σταθερότητας, η εικόνα της οικογένειας, αλλά και οι αξίες που προσδιορίζουν τις εσωτερικές σχέσεις των μελών της εμφανίζουν αισθητές μεταβολές. Στο “The making of the modern family” o Edward Shorter αναφέρει ότι οι αναθεωρήσεις σχετικά με τους κοινωνικούς ρόλους των γονέων, η κοινωνική και πολιτική ισοτίμηση της γυναίκας, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο επανάστασης των δύο φύλων κατά τη δεκαετία του '60 έχουν αισθητή απήχηση στη διαδραστική σχέση του αντρόγυνου. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των διαζυγίων και η διευρυνόμενη τυπολογία της οικογένειας με τις μετανεωτερικές μορφές της μονογονεϊκής οικογένειας και της μεταπυρηνικής οικογένειας του ζευγαριού, διαμορφώνουν ένα σύνθετο μωσαϊκό σχέσεων μέσα και έξω από την οικογενειακή εστία, όπως παραδοσιακά την έχουμε καταγράψει στις μέχρι σήμερα συνήθειές μας, στο οποίο εικονίζονται οι νέοι και απρόβλεπτοι μέχρι πρότινος τρόποι συμβίωσης.
Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του οικογενειακού θεσμού, θα δούμε ότι οι σχέσεις του άντρα και της γυναίκας από την αρχή συνιστούσαν το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο οι σύντροφοι θα έπλεκαν τη δική τους κοινή ιστορία. Στη διαδρομή αυτής της πορείας συναντάμε γάμους αποσυνδεμένους από την ύπαρξη των παιδιών, και άλλους στους οποίους η ερωτική σχέση δεν ήταν το πρωτεύον αίτημα.
΄Ετσι ο βιολογικός παράγοντας καθώς και ο αρχετυπικός παράγοντας καταμερισμού εργασίας (Μαρκιανός 1982) δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τους ψυχικούς δεσμούς και την αδιάλειπτη κοινωνική παρουσία του οικογενειακού θεσμού μέσα στον χρόνο. Τα στοιχεία που διαθέτουμε από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία δείχνουν ότι η ανάγκη των ανθρώπων για αγάπη και οικειότητα τείνει να δίνει νόημα στην οικογένεια τοποθετώντας την σαν εργαστήρι σχέσεων και δεξαμενή συναισθημάτων στο επίκεντρο του κοινωνικού αιτήματος διατήρησής της. Το διαζύγιο σηματοδοτεί τη λύση του συγκεκριμένου οικογενειακού συστήματος. Δεν συνεπάγεται όμως απαραίτητα διάλυση του ιστού επικοινωνίας, αφού το επικοινωνιακό παιχνίδι, ανεξάρτητα από την ποιότητά του, θετικό ή αρνητικό, διατηρείται και μετά την λύση του γάμου.
Μία φανερή ωστόσο και προσφερόμενη για συζήτηση διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα την εντοπίζουμε στο θέμα του παιδοκεντρικού προσανατολισμού της οικογένειας. Η φροντίδα δηλαδή που καθόριζε τότε τις αξίες της πυρηνικής οικογένειας και έβρισκε στόχο πραγμάτωσης στην ανατροφή των παιδιών, έχει μετατοπιστεί στο καίριο θέμα της επικοινωνίας του άντρα και της γυναίκας, στην συναισθηματική και ερωτική τους σχέση. Αυτή η ανατρεπτική μετατόπιση από την πυρηνική παιδοκεντρική οικογένεια στην μεταπυρηνική οικογένεια του ζευγαριού, όπως την βιώνουμε στα επεισόδια από την καθημερινότητα, δεν έχει επαρκώς σημασιοδοτηθεί από το ζευγάρι. Για τον λόγο αυτό η ψυχολογική ετοιμότητα που μάς χρειάζεται για να μπορούμε να ξεπερνούμε τα εμπόδια και να επικοινωνούμε ουσιαστικά με τον άλλο δεν παίρνει εύκολα τη θέση και δεν έχει τη βαρύτητα που της αναλογεί στη ζωή μας.
Είμαι της γνώμης ότι η ενσυναίσθηση, μία πρώιμη λειτουργία της συναισθηματικής μας ανάπτυξης, συμβάλλει, όταν δεν έχει αδρανοποιηθεί, στο να καταλαβαίνουμε τη διαφορετικότητα του άλλου και να την αποδεχόμαστε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο μάς βοηθάει επίσης να μεταεπικοινωνούμε, δηλαδή να κάνουμε διάλογο και να είναι σε θέση οι σύντροφοι με αυτό τον διάλογο να μοιράζονται με τον άλλο σκέψεις και συναισθήματα για τον τρόπο που γίνεται μεταξύ τους η επικοινωνία. Εγκαινιάζοντας διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και μεταεπικοινωνίας οι συντροφικοί εταίροι μπορούν να ξετυλίξουν καθένας στη μεταξύ τους σχέση την ιδιότητα της αναστοχαστικής αυτοπαρατήρησης και να φέρουν εγγύτερα την προοπτική για την άρθρωση ενός διαφορετικού λόγου. Ένα τέτοιο συμβάν λειτουργεί κυκλικά, αφού ο διάλογος με τον εαυτό μας ρυθμίζεται και βρίσκει νοηματική ανταπόκριση, καθώς συναπαντιέται με την απόκριση του άλλου (Bakhtin, 2007).
Οι σύγχρονοι γονείς δείχνουν με τη μέριμνα και την αγάπη τους να αφοσιώνονται στην ανατροφή των παιδιών, όταν όμως η μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται χωρίς τα αισθήματα που πηγάζουν από την αμοιβαιότητα της επικοινωνίας, την κατάσταση για ό, τι επακολουθεί μπορούμε να την συνδέσουμε με το σύνολο των σχέσεων μέσα στο οικογενειακό σύστημα, κυριότερα όμως, κατά την άποψη του R. Harre΄ (1999), με τη διάσταση απόψεων μεταξύ των συντρόφων. Συχνά γινόμαστε μάρτυρες ενός διαλόγου ανάμεσα σε συντρόφους οι οποίοι βιώνουν μια αδιαφοροποίητη σχέση και έχουν αποκλειστεί από ένα περισσότερο αυθεντικό εαυτό σε μια ταυτότητα η οποία επηρεάζεται κυρίως από τα κοινωνικά ή τα ανιόντα πρότυπα της οικογένειας προέλευσης. Μέσα στην τρέχουσας μορφής ανδρογυνική επικοινωνία βλέπουμε να αναδύονται συμμετρικές αντιθέσεις γύρω από θέματα αποδοχής και ισοτιμίας, συνεργασίας και πρωτοβουλίας, δέσμευσης και αυτονομίας. Ή, αντίθετα, σε μια σχέση συμπληρωματική οι θέσεις κυριαρχίας και υποταγής είναι αυτές που θα συγκαλύψουν τις λανθάνουσες αντιθέσεις στο ζευγάρι. Και οι δύο καταστάσεις ωστόσο αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος. Τέτοιες συμπεριφορές είναι συνήθως παράγωγα της απουσίας προσωπικών θέσεων του καθενός μας και δείχνουν πόσο ανυποψίαστοι και ανέτοιμοι είμαστε μπροστά στο ζωτικό αίτημα για αποδοχή της δικής μας διαφορετικότητας και του άλλου. Υπό το πρίσμα ωστόσο μιας διαφοροποιητικής οπτικής οι παραπάνω κατανοήσεις μπορεί να μάς οδηγήσουν σε προσωπικές θέσεις που ενθαρρύνουν την αμοιβαία σύγκλιση και τη συν-τοποθέτηση ως προς τα προβλήματα της συμβίωσης.
Η διερεύνηση στις σχέσεις του ζευγαριού μάς έχει δείξει ότι προκειμένου να βρούμε τον εαυτό μας ως άτομα σε σχέση με τον σύντροφο ή την σύντροφο μας, επιλέγουμε συνήθως καταστάσεις οι οποίες έχουν κοινωνική αναγνωρισιμότητα και, αντίθετα, αποφεύγουμε άλλες, μη κοινωνικά αποδεκτές ή περιθωριοποιημένες.
Η νομοθετική μεταρρύθμιση του 2008 και 2015*** σχετικά με την οικογένεια επιχειρεί υπο την έξαρση των κοινωνικών μεταβολών να ορίσει τα όρια ανάμεσα στη νεωτερική και τη μετανεωτερική μορφή της. Ρυθμίζει με τη θέσπιση του Συμφώνου Συμβίωσης τα δικαιώματα και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συντρόφων ανεξαρτήτως γάμου και φύλου.
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι το περιβάλλον μας δεν διαθέτει ένα πλατιά εφαρμόσιμο ηθικό και εθιμικό σύστημα αξιών που να πλαισιώνει τις νέες μορφές οικογένειας, την έγγαμη ή την χωρίς γάμο συγκατοίκηση και που να δίνει κεντρική θέση στην πολυπλοκότητα της αυτονομίας και αλληλεξάρτησης του υποκειμένου τόσο στη διαδραστική σχέση όσο και στη σχέση με την κοινοτική ομάδα (Foerster, 1984). Το αίτημα σήμερα για ένα γενικευμένο προσδιορισμό των αξιών του ζευγαριού και της οικογένειας μοιάζει, όπως γράφει η Judith Stacey στο “Brave new families” άτοπο και αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας. Για τον λόγο αυτό, το σύγχρονο ζευγάρι φαίνεται να βιώνει μία κατάσταση φαινομενικά συγκρουσιακή: από τη μια μεριά επιθυμεί να εντάσσεται σε ένα από τα ισχύοντα σχήματα κοινωνικής συμβίωσης, παραδοσιακό ή μη, από την άλλη μεριά όμως αισθάνεται την ανάγκη να βιώνει τη διαφορετικότητα της συντροφικής ζωής επιζητώντας αυτή τη διαφορετικότητα έξω από τις ισχύουσες νόρμες. Η αντίφαση αυτή ενισχύεται, από το ότι η πρόθεση για εσωτερική διαφοροποίηση οδηγεί αθέλητα στο να αναζητούμε λύσεις σε εξωτερικές συνθήκες, οι οποίες όμως από μόνες τους δεν μάς προσφέρουν τη διακριτική διαφορά που επιθυμούμε είτε τούτο έχει την αναγνώριση από τους άλλους είτε προκαλεί την κριτική ή ακόμη και τη διαφωνία. Η δυσκολία για συνύπαρξη της προσωπικής με τη διαπροσωπική ταυτότητα κατά πρώτο λόγο και η εύλογη ανεπάρκεια των κοινωνικών και πολιτισμικών ιδεολογιών διαφοροποίησης κατά δεύτερο, φέρνουν ανάγλυφα στο προσκήνιο το έργο των συντρόφων να μπορούν να συμβιώνουν συν-οικοδομώντας με προσωπική ευθύνη το πλαίσιο οικειότητας και το περιεχόμενο της σχέσης που επιλέγουν να έχουν. Ο H.v. Foerster (ο.π) θέτει συνοπτικά το θέμα της συγκατασκευαζόμενης ταυτότητας στην κοινωνικοποιημένη εξίσωσή του (ισότητα) "εσύ και εγώ και αυτή η σχέση είναι ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ".
Ως ειδικοί αναπόφευκτα μπαίνουμε μαζί με το ζευγάρι στην ενδοχώρα των σχέσεών τους, πιο πέρα δηλαδή από το επίπεδο της συμβατικής επικοινωνίας, εκεί όπου συναντιούνται όμοιοι και διαφορετικοί οι δύο βαθύτεροι κόσμοι και είναι εγκαταστημένος ένας διάλογος ο οποίος αναζητάει χώρο για να πραγματοποιηθεί. Επικοινωνούμε, με τέτοιο τρόπο, ώσπου η σιωπή να γίνει λόγος και οι μονολογικές συζητήσεις με τον εαυτό διάλογος με τον άλλο (Bakhtin, ο.π.). Νομίζω ότι κάπως έτσι γίνεται η αρχή για να έλθουν στην επιφάνεια πρωτοειπωμένες συμφωνίες των πρώτων χρόνων γνωριμίας που, ενώ έχουν χάσει το αρχικό τους σθένος, συνεχίζουν να καθορίζουν το παρόν (Jenkins 2006). Η συνεργασία με τον ψυχοθεραπευτή ανοίγει τον δρόμο σε ένα αποσιωπημένο διαλόγο μεταξύ των εταίρων της σχέσης και ενθαρρύνει το ξετύλιγμα μιας άλλης εξιστόρησης. Συμβάλλει στο να βοηθηθεί το ζευγάρι σε μια νέα, διαφορετική οπτική του προβλήματος, να αποκαλυφθεί ο εσωτερικός κώδικας αξιών και στόχων, να βρεθούν κοινοί τόποι συναισθηματικής συνάντησης, να διατυπωθούν διαφορετικές αφηγήσεις σχετικά με το προβαλλόμενο αίτημα. Όταν ο κώδικας αυτός εξομαλύνεται από τις χρόνιες στρεβλώσεις του, οι εταίροι της σχέσης τείνουν να δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή στην αλλαγή και περισσότερη εμπιστοσύνη στις σκέψεις και τα συναισθήματα ο ένας του άλλου.
Στο συστημικό θεραπευτικό πλαίσιο η θέση του ψυχοθεραπευτή και της ψυχοθεραπεύτριας βρίσκεται στο εσωτερικό της θεραπευτικής συνθήκης. Ο ψυχοθεραπευτής λειτουργεί εντός πλαισίου ως διαφοροποιητικό υποκείμενο ο ίδιος σε συνεργασία με τον οποίο συγκατασκευάζεται μια νέα συντροφική σχέση του ζευγαριού.
Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η θέση μας μέσα στο δευτεροκυβερνητικό επιστημολογικό πλαίσιο όπου έχουμε επιλέξει να εργαζόμαστε μας φέρνει πολύ κοντά στην οικογένεια και το ζευγάρι. Και όταν ο διάλογος ανασύρει στους συνομιλητές μας την εύλογη ελπίδα για έξοδο από το πρόβλημα, τότε βοηθάει να έχουμε κατά νου ότι το αίτημα των συνομιλητών μας για λύσεις από ένα παντοδύναμο ψυχοθεραπευτή μπορούμε να το οριοθετήσουμε συμμεριζόμενοι την ποιητική εκδοχή του Γ. Σεφέρη:
«…..είταν κι’ αυτός ένας άνθρωπος που πα-
λεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.»
* το παρόν κείμενο είναι μέρος αδημοσίευτης εργασίας μου με τίτλο "Αλλαγές στις μορφές Οικογένειας, η μεταπυρηνική οικογένεια του ζευγαριού"
** Ο Μ. Τσαγκαράκης EuroPsy, MS, MA, CGP, ECP, είναι Συν-Διευθυντής του Συστημικού Κέντρου Εκπαίδευσης και Ψυχοθεραπείας: ΣΚΕΨΥΣ
***Για το Σύμφωνο Συμβίωσης βλέπε τον νόμο του 2008 για τα ενήλικα ετερόφυλα πρόσωπα και τον νόμο του 2015 για τα ενήλικα πρόσωπα ανεξαρτήτως φύλου.
Βιβλιογραφία
Michael Bakhtin (2014), "Δοκίμια Ποιητικής", μετ. Γ. Πινακούλας, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης
Gregory Bateson (1972), "Steps to an ecology of mind", The University of Chicago Press
Mony Elkaim (1986), "A Systemic Approach to Couple Therapy", Family Process, 25
Heinz v, Foerster (1984), "Observing Systems", 2nd edition, The Systems Inquiry Series
Greenberg L.S., & Johnson S. (1988), "Emotionally Focused Therapy for Couples", N.York Guilford Press
Rom Harre' & Luk van Langenhove (2003), "Positioning Theory", Blackwell Publishers Ltd
H. Jenkins (2006), “Inside out, or outside in: meeting with couples” Journal of Family Therapy 28, 2
Τασούλα Καραϊσκάκη (2019), "Βαθιά ρήγματα στην οικογένεια", Καθημερινή, 27.01.2019
Σοφοκλής Μαρκιανός (1982), "Ο Αρχαίος Κόσμος", εκδόσεις Γνώση
Νίκος Παπαδημητρίου (2013), "Νεωτερικός Ευρωπαϊκός Πολιτισμός", Gutenberg
Popline (2018), "Cohabitation in the 1980s, recent changes in the United States" John's Hopkins Bloomberg
Edward Shorter (1976), “The Making of the Modern Family”, Collins, London
Judith Stacy (1998), "Brave New Families", University of California Press
Ρίτσαρντ Σένετ (1999). "Η Τυραννία της Οικειότητας", μετ. Γ. Μερτίκας, Νεφέλη (R. Sennett "The Fall of Public Man")
Γιώργος Σεφέρης (1964), «Ποιήματα: Πάνω σ’ ένα ξένο στίχο», ΄Ικαρος
Μανώλης Τσαγκαράκης (2018), "Αλλαγές στη μορφή της οικογένειας και η σημασία του ερωτικού παράγοντα στην εγγύτητα της σχέσης του ζευγαριού", Ημερίδα ΕΛΕΣΥΘ, 15.12.2018